- πνευματώδεις
- πνευματώδηςlike windmasc/fem acc plπνευματώδηςlike windmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… … Dictionary of Greek
άναντα — Ένας από τους κυριότερους μαθητές του Βούδα και πρώτος εξάδελφός του. Ο ίδιος ο Βούδας, λίγο πριν πεθάνει, έπλεξε το εγκώμιο του Ά., λέγοντας γι’ αυτόν ότι ήταν από τους πιο πνευματώδεις συνομιλητές. Ο Ά. εργάστηκε δραστήρια για τη συγκρότηση των … Dictionary of Greek
χιούμορ — το, Ν άκλ. 1. διάθεση για πνευματώδεις αστεϊσμούς και ειρωνείες, η οποία καλύπτεται με σοβαροφάνεια 2. η εκδήλωση αυτής τής διάθεσης στον γραπτό και στον προφορικό λόγο 3. (κατ επέκτ.) ευθυμία, θυμηδία 4. φρ. «μαύρο χιούμορ» χιούμορ που… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Κρεμπιγιόν, Προσπέρ Ζολιό — (Prosper Jolyot Crébillon, Ντιζόν 1674 – Παρίσι 1762). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Επεδίωξε να αναβιώσει την κλασική τραγωδία, εισάγοντας σε αυτήν ένα νέο στοιχείο, τη φρίκη. Στη σκηνή παρουσιάστηκαν τα έργα του Ιδομενεύς (1705), που είχε… … Dictionary of Greek
Μορουά, Αντρέ — (Andres Maurois, Ελμπέφ 1885 – Νεϊγί, Παρίσι 1967). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Εμίλι Χέρτσογκ (Emilie Herzog). Υπήρξε μαθητής του Aλέν, στον οποίο αφιέρωσε ένα βιβλίο του. Παρουσιάστηκε με το βιβλίο Οι σιωπές του συνταγματάρχη… … Dictionary of Greek